Είχα χρόνια να πάω στη χάρη της.
Το μεσημέρι της Παρασκευής, 25 του μηνός, μου τηλεφώνησε ο παπά Γιώργης (ο εφημέριος της Τρικοκκιάς) και μου λέει: Έχω μείνει από ψάλτη. Ο δικός μου είναι στο νοσοκομείο. Ο Γιώργος, που θα ερχόταν, έφυγε με δρομολόγιο επαγγελματικό. Θα μας έρθεις το βράδυ στην Αγία Παρασκευή; (Εξωκλήσι της Τρικοκκιάς Γρεβενών, ανάμεσα στην Τρικοκκιά και το Καρπερό - απομεινάρι μοναστηριού με πλούσια δράση και παράδοση).
-Τι ώρα χτυπάει η καμπάνα; ρώτησα.
-Στις εφτά και μισή, μου λέει, μέχρι τις οχτώ ν' αρχίσουμε.
Δεν μπορώ να χαλάσω χατίρι στον παπά Γιώργη.
Κατέβασα τη φυλλάδα στον υπολογιστή μου, την τύπωσα και της έριξα μια ματιά. Η ζέστη του καύσωνα με ανάγκασε να αναζητήσω δροσερό κρεβάτι - πού αλλού; στο υπόγειο - και κοιμήθηκα καμιά ώρα.
Κατά τις εφτά παρά είκοσι ήμουν έτοιμος και ξεκίνησα για την Αγία. Θυμόμουν πως μια φορά πήγα από το Καρπερό κι ακολούθησα αυτόν το δρόμο. Έβαλα και τον ηλεκτρονικό πλοηγό (GPS) στο κινητό μου για σιγουριά.
Πέρασα από το Καρπερό και πήρα το δρόμο για την Τρικοκκιά - έτσι νόμιζα. Οι πινακίδες δεν βοηθούν καθόλου. Όλο "στρίψε αριστερά", μου έλεγε το κινητό. Δεν το πίστευα. Κάποια στιγμή έφτασα κοντά στο ποτάμι και μου λέει 'στρίψε δεξιά". Όπα, λέω, μάλλον σωστά μου λέει και στρίβω δεξιά, αφήνοντας την άσφαλτο. Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος.
Ένας λαβύρινθος ξαπλώθηκε μπροστά μου κι όλο "στρίψε αριστερά" και "στρίψε δεξιά" άκουγα. Φοβήθηκα πραγματικά, γιατί... χάθηκα! Δεν έβλεπα πουθενά άσφαλτο, χωριά ή το εκκλησάκι. Σταυροκοπήθηκα και ζήτησα τη βοήθεια της Αγίας Παρασκευής, γιατί η ώρα περνούσε επικίνδυνα.
Τελικά πήρα τον πρώτο δρόμο αριστερά που βρήκα και βγήκα στην Τρικοκκιά. Άραγε ήταν αυτή; Ή το Τριφύλλι; Δεν ξέρω. Έψαχνα να βρω κάποιον να ρωτήσω. Πού να βρεις άνθρωπο; Τα χωριά μας ερήμωσαν. Κάπου μπροστά είδα κάποιον να πηγαίνει στο αυτοκίνητό του, ενώ παραπέρα κάθονταν στο καφενείο πέντ' έξι άλλοι.
-Πώς πάνε για την Αγία Παρασκευή; το ρώτησα.
-Θα πας από... Έλα, ακολούθησέ με, μου λέει.
Βρε τι τύχη είναι αυτή; σκέφτηκα ο άτυχος και περιπλανώμενος!
Ακολουθούσα πιστά το όχημα. Βγήκαμε από το χωριό και μπήκαμε στον κάμπο. Αριστερά, δεξιά και πάλι τα ίδια.
Χτύπησε το τηλέφωνο κι ο παπά Γιώργης με ρώτησε με αγωνία αν φτάνω. Ναι, του λέω. Χάθηκα στον κάμπο και τώρα ακολουθώ κάποιον που έρχεται εκεί. Α, καλά μου λέει. Έλα σε θέλουμε έστω και χαμένο.
Προχωρούσαμε, προχωρούσαμε, στρίβαμε αριστερά, δεξιά και δε φτάναμε! Αναβοσβήνω τα φώτα, πιάνει δεξιά ο άνθρωπος και κατεβάζει το τζάμι.
-Πάτε σίγουρα στο εκκλησάκι της αγίας Παρασκευής ή αλλού; ρώτησα.
-Ναι, ναι, μου λέει ο ίδιος κι η σύντροφός του - ηλικιωμένοι κι οι δυο.
Κάπως ηρέμησα. Προχωρήσαμε τρακόσια μέτρα, περίπου, και φάνηκαν τα δέντρα της αυλής του ναΐσκου. Αγαλλίασα!
Ευχαρίστησα το ζευγάρι - σίγουρα μου το έστειλε η Αγία για οδηγό - έβαλα το αυτοκίνητο κάπου κοντά, άναψα τα κεράκια μου, ευχαριστώντας την Αγία Παρασκευή και μπήκα στο ναό. Πήρα την ευχή από τους παππούληδες και τράβηξα στο ψαλτήρι.
Δεν υπήρχε άλλος ψάλτης - κακό, αλλά μικρό αυτό, σκέφτηκα. Έβαλε ευλογητό ο παπά Γιώργης και αρχίσαμε. Όλα πήγαν καλά. Αργότερα ήρθε κι ο Γιώργος Τσαούσης τραγουδιστής από την Αχλαδέα. Ο παπά Γιώργης, ο συνταξιούχος παπά Χρήστος, ο παπά Δημήτρης του Καρπερού κι ο παπά Χρήστος - απεσταλμένος κι εκπρόσωπος του Μητροπολίτη Γρεβενών κ.κ. Δαβίδ - κατέθεσαν την ψυχή τους.
Ήρθε η ώρα και βγήκαμε έξω. Δεν έσχιζες από κόσμο! Κάναμε την περιφορά της εικόνας της Αγίας και σταθήκαμε μπροστά στην είσοδο του ιερού ναού, όπου τελέσαμε αρτοκλασία.
Ευλόγησαν τους άρτους οι ιερείς κι ο παπά Χρήστος μετέφερε τις ευλογίες του Δεσπότη μας, μίλησε στο εκκλησίασμα για την όλο και πιο πολλή μείωση των εκκλησιαζόμενων και για το σκοπό του σημερινού εκκλησιασμού, που όλο και ξεστρατίζει. Για τα μάτια της Αγίας Παρασκευής, προστάτιδα των ματιών μας, της ψυχής, της καρδιάς και του σώματος.
Πήραμε αντίδωρο και άρτο και φύγαμε ανάλαφροι.
Αύριο πάλι εδώ θα είμαστε για τη χάρη της Αγίας Παρασκευής!
* * *
Το πρωί του Σαββάτου, ανήμερα της γιορτής, θα έπαιρνα τις εγγονές μου με τη γιαγιά τους και κατά τις οχτώ θα φεύγαμε για την ίδια εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Κατά τις πέντε και μισή, μόλις είχα ξυπνήσει, με παίρνει ο παπά Γιώργης.
-Άιντε, μου λέει. Το δρόμο τον ξέρεις, τώρα. Θα μας έρθεις;
-Δεν έχεις άλλον και σήμερα; Σε καλούσα το βράδυ να σε ρωτήσω...
-Είπαμε είναι στο νοσοκομείο. Ποιον να έχω; και τις κλήσεις τις είδα τώρα κι όχι το βράδυ.
Είπα στη σύζυγο πως θα φύγουμε μια ώρα νωρίτερα, στις εφτά, κι αφού ξυπνήσαμε τα εγγόνια ετοιμαστήκαμε. Πήραμε το σίγουρο δρόμο, που ξέραμε, από την Άνοιξη και φτάσαμε έγκαιρα.
Ανάψαμε τα κεράκια μας - και μια λαμπάδα στην Αγία Παρασκευή - που με βοήθησε το βράδυ, κι έπιασα το ψαλτήρι, πάλι μόνος. Αργότερα ήρθε ο Κώστας από τη Δεσκάτη κι ο Πέτρος από το Φελλί.
Οι ιερείς, ο συνταξιούχος π. Χρήστος, ο ενεργός παπά Γιώργης κι ο συνταξιούχος παπά Βασίλης - εκπρόσωπος του Δεσπότη μας, κ.κ. Δαβίδ, λειτούργησαν στο ίδιο χθεσινό-εσπερινό πνεύμα.
Ο κόσμος έρεε συνεχώς κι, ανάβοντας το κεράκι του έξω, έμπαινε μέσα, προσκυνούσε τις εικόνες και ξανάβγαινε. Πόσους να χωρέσει το μικρό εκκλησάκι; Και θα ανέβαινε κι η ζέστη αργότερα - καύσωνας γαρ !
Όμως, ο παπά Γιώργης όλα τα είχε προμελετήσει. Άναψε τα δροσιστικά του (αίρ κοντίσιονς) κι ο χώρος κρατήθηκε σε καλό επίπεδο δροσιάς.
Με το λαό είπαμε το "Πιστεύω..." και το "Πάτερ ημών...". Κοινώνησαν πάρα πολλοί.
Την παράσταση, όμως, έκλεψε ένας παππούλης, συνταξιούχος ιερωμένος, μεγάλης ηλικίας, σχεδόν αποστεωμένος, υποβασταζόμενος, με τον καλογερικό σκούφο του, με το ήρεμο κι απλανές βλέμμα του, καρφωμένο στο Δισκοπότηρο, που ήρθε κοντά του ο ιερέας να τον κοινωνήσει.
Ζητούσε τη βοήθεια από τον ψάλτη να σηκωθεί στο ευαγγέλιο, στη θεία κοινωνία κι όπου εκείνος έκρινε ιερή στιγμή! Παπά Γιώργη τον έλεγαν κι είναι, μάλλον από το Ψήλωμα. Πολλοί του φιλούσαν με δέος το χέρι! Ήταν σα να μας ήρθε από τον παράδεισο - φιγούρα από το υπερπέραν!
Την παρουσία του έκανε μαζί με πολλούς χωριανούς του κι ο συνταξιούχος, πλέον, παπά Ανδρέας από το Φελλί. Η προσφορά του μέχρι τώρα ήταν ανεκτίμητη! Τώρα, πια, τίμησε με την παρουσία του την Αγία Παρασκευή και το νέο εφημέριο του Φελλίου, τον παπά Γιώργη.
Παπά Βασίλης και παπά Γιώργης διάβασαν κι ευλόγησαν τους σπόρους - τη γεωργική παραγωγή, τη σοδειά.
Ύστερα, βγήκαμε έξω από την είσοδο του ναού, κι άρχισε η αρτοκλασία.
Ο παπά Γιώργης μας είπε δυο λόγια για την Αγία, για το μοναστήρι της, για τους επισκέπτες της και τα προσκυνήματά τους, ευχαρίστησε τον κόσμο που ήρθε να προσκυνήσει κι ανακοίνωσε πως στο τέλος θα προσφερθεί γεύμα (προβατίνα με κριθαράκι) από την κυρία Ευαγγελία Φωτοπούλου (λογιστικό Γραφείο στο Καρπερό), κάτοικο Τρικοκκιάς.
Πήραμε το αντίδωρο, τον άρτο, το ζεστό γεύμα και φύγαμε με ζεστή καρδιά!
Με τη χάρη της Αγίας Παρασκευής να ξαναβρεθούμε στο εκκλησάκι της!
Και του χρόνου!
Λεωνίδας
*