Τούτο το φθινόπωρο έχει πολλή υγρασία και βροχές. Σαν χινόπωρο. Έχουμε ξεχάσει, φαίνεται, πώς ήταν αυτή η εποχή.
Μαζέψαμε, γρήγορα, τα ανύπαρκτα φρούτα και τις σοδειές των κήπων. Κλείσαμε νωρίς τα κρασιά και βγάζουμε τα τσίπουρα, από ξένα κι αγορασμένα σταφύλια, μιας και φέτος το χαλάζι μας πήρε τη σοδειά.
Γεμίζουμε τις δεξαμενές πετρέλαιο ή αέριο. Στρώσαμε από τώρα τα στρωσίδια και βγάλαμε τα χειμερινά ρούχα και σκεπάσματα.
Δεν πήραμε και τα καυσόξυλα να στήσουμε τις ξυλοθήκες. Κλειστήκαμε στα σπίτια κοντά στο τζάκι και βλέπουμε τηλεόραση ή ψήνουμε κάστανα και μανιτάρια.
Αυτήν την ηρεμία τάραξε το τηλέφωνο και το σήκωσα. Στην άλλη άκρη ο ανεψιός μου, ο Γιάννης.
-Έλα, βρε, του λέω. Τι κάνεις;
-Δεν αντέχω άλλο, θείε. Θα τρελαθώ.
-Γιατί; Τι εννοείς;
-Δεν αντέχω άλλο από το πολύ τρέξιμο της δουλειάς! Δυο καταστήματα φροντίζω και η κίνηση στην Αθήνα και τον Πειραιά είναι ανυπόφορη! Ούτε να δω την οικογένειά μου δεν προλαβαίνω και, φυσικά, ούτε να ξεκουραστώ και να κοιμηθώ! Θα πάρω τα βουνά!
-Έλα, κουράγιο τώρα, τι είναι αυτά που λες;
-Λέω να ανεβώ επάνω να ξεκουραστώ. Πήρα δυο βδομάδες άδεια και...
-Και δεν έρχεσαι; Το τζάκι σε περιμένει.
-Πότε είναι το παζάρι;
-Αρχίζει από αύριο (σήμερα).
-Ωραία! Ανεβαίνω αύριο.
-Α, και να μην ξεχάσω. Πέρνα από τη θεία σου και πάρτηνε κι αυτήν.
-Ναι, αμέ! Μόνο που θα περάσω πριν τις έξι, γιατί ο Κηφισός κλείνει από κίνηση μετά.
-Καλώς! Σας περιμένω. Γεια.
Ήρθε την άλλη μέρα ο Γιάννης κι η Βούλα και γλίτωσα το νοικοκυριό. Ανέλαβα μόνο το ψήσιμο και τη φωτιά στο τζάκι κι έξω την ψησταριά.
Δέκα μέρες έμεινε ο Γιάννης και χόρτασε τον ύπνο και ξεκούραση. Δεν χρειάζεσαι πολύ ύπνο εδώ. Με τρεις ώρες είσαι σα να κοιμήθηκες οχτώ! Λέτε να είναι το οξυγόνο;
Πηγαίναμε στα καφενεία για καφέ και τσίπουρο. Πήγαμε και στο παζάρι των Γρεβενών δυο φορές. Με παρέα και χωρίς. Ψωνίσαμε ένα σωρό τοπικά όσπρια κι άλλα προϊόντα. Φάγαμε σουβλιμάδες κι ήπιαμε κρασί.
Όταν έφυγε ο Γιάννης ξεκούραστος και χορτάτος ύπνο, δεν ξέρω ποιος στενοχωριόταν περισσότερο. Αυτός ή εγώ, που ξεχωρίζαμε;
Έμεινα με τη Βούλα μια βδομάδα ακόμα στο χωριό. Μαζέψαμε όλα τα πράγματά μας. Κάψαμε τα κούτσουρα κι έκανα τις τελευταίες δουλειές. Κλάδεψα τη μουριά, τα κλήματα, τις τριανταφυλλιές κι άλλα δέντρα και φύγαμε για τα χειμαδιά.
Καλό χειμώνα!
Λεωνίδας
*



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.